αγκλιώ

αγκλιώ
αγκλώ*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγκλώ — ( άω) και αγλώ και αγλειώ και αγκλιώ 1. αντλώ νερό από πηγή, δεξαμενή κ.λπ. 2. αφαιρώ με άντληση όλο το νερό από πηγάδι, δεξαμενή κ.λπ., για να τό καθαρίσω 3. γεν. καθαρίζω τόπο από ακαθαρσίες ή άχρηστα αντικείμενα, όπως, λ.χ., ένα χωράφι από τις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”